Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

George Gissing: Οι Κονδυλοφόροι (New Grub Street)

Σε κάθε λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί στην αγγλική γλώσσα, το New Grub Street του George Gissing συμπεριλαμβάνεται σ' αυτές, δείγμα της αξίας του και της διαχρονικότητάς του. Δυστυχώς δεν είχα τη δυνατότητα να το απολαύσω στο πρωτότυπο, αλλά η μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη ήταν εξαιρετική και γλαφυρή, οπότε όσα χάθηκαν στην απόλαυση του πρωτοτύπου κερδήθηκαν από την ανάγνωση της μετάφρασης. Όπως αναφέρει μάλιστα στο εισαγωγικό του σημείωμα, η ελληνική απόδοση του τίτλου οφείλεται στον Κώστα Σιμόπουλο, επιτυχημένη, και μέσα στο πνεύμα του βιβλίου καθώς ο αγγλικός τίτλος αν έμενε ως είχε δεν θα έλεγε και πολλά πράγματα στο κοινό, καθώς η οδός Grub ήταν ο δρόμος στο Λονδίνο που κατοικούσαν, τον 18ο αιώνα, εξαθλιωμένοι γραφιάδες που έβγαζαν τα προς το ζην εξαιρετικά δύσκολα. 
Το μυθιστόρημα διαβάζεται άνετα και στις μέρες μας γιατί το θέμα του είναι εξαιρετικά επίκαιρο, ο τρόπος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ο ρόλος του χρήματος σ' αυτήν. Δύο ανθρώπους του πνεύματος μας απεικονίζει σε όλες τις αντιθέσεις και την κοσμοθεωρία τους ο Γκίσσιγκ, τον Τζάσπερ Μίλβεν και τον Έντουιν Ρίρντον, και κοντά σ' αυτούς μια γυναίκα που επηρεάζει και διαμορφώνει την μοίρα τους, την Έμι Γιουλ. Ο Τζάσπερ είναι ο άνθρωπος που βάζει το χρήμα πάνω από την τέχνη, είναι ο άνθρωπος της εποχής μας, αυτός που θεωρεί την λογοτεχνία ως επάγγελμα και μάλιστα επικερδές.
George Gissing
Για να πετύχει επαγγελματικά σ' αυτόν τον χώρο, δεν χρειάζεται κανενός είδους ιδεαλισμός αλλά μονάχα η παραδοχή πως το χρήμα είναι το βασικό κίνητρο και ο σκοπός που κάποιος γράφει, και ειδικά στο ευρύ κοινό που αρέσκεται να τρέφεται από σκουπίδια. Θα έλεγε κανείς πως η σύγχρονη γυναικεία αισθηματική ροζ λογοτεχνία τύπου Μαντά και Δημουλίδου έχει ως πρότυπο τις απόψεις του Τζάσπερ Μίλβεν. Οι απόψεις του ταιριάζουν μ' αυτό το είδος της γραφής: "Να προσφέρουμε στη μάζα το φαγητό που της αρέσει..... Για να ευχαριστήσεις τους άξεστους πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ενσαρκώνεις το πνεύμα της κακογουστιάς". Ο Τζάσπερ είναι λοιπόν ο άνθρωπος της εποχής, της φρικτής παραλογοτεχνίας που πλουτίζει τους εμπνευστές της (ένα άλλο διεθνές παράδειγμα ο Νταν Μπράουν, ή ακόμα και η δημιουργός του Χάρυ Πόττερ) προσφέροντάς τους σκουπίδια. Η αντίθεση στον Τζάσπερ είναι ο Ρίρντον και το alter ego του, ο Χάρολντ Μπίφεν, δύο ταπεινοί γραφιάδες που ενώ θέλουν να δημιουργήσουν σπουδαίο έργο, δεν αντέχουν την πίεση της εμπορικής επιτυχίας και της παραγωγής συγκεκριμένης ποσότητας σελίδων, αφού αυτό επιδιώκει η εμπορική διάσταση της λογοτεχνίας. Μάλιστα η Έμι, η σύζυγος του Ρίρντον που θα τον οδηγήσει έμμεσα στο χαμό του είναι κατηγορηματική και κυνική συγχρόνως: "Είσαι υποχρεωμένος να γράψεις για την αγορά", του λέει, και πόσο δραματικές είναι εκείνες οι σελίδες του βιβλίου όπου ο Ρίρντον μη αντέχοντας την πίεση της αναγγέλλει πως θα αφήσει τον χώρο αυτό για να γίνει απλός υπάλληλος, μεροκαματιάρης, πόσο ψυχρά τον αντιμετωπίζει τότε η Έμι. O Γκίσσιγκ προβαίνει μέσω των χαρακτήρων του σε κοινωνιολογικές παρατηρήσεις που δεν έχουν χάσει την αξία τους: "η κατάρα της φτώχειας είναι για τον σύγχρονο άνθρωπο ο,τι ήταν για τον αρχαίο η δουλεία", θυμίζοντας σ' αυτό το σημείο τις φιλοσοφικές αναφορές περί χρήματος που έκαμε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844. Ο Ρίρντον και ο Μπίφεν θα οδηγηθούν σ' έναν λυρικό χαμό, αλλά ο αναγνώστης αυτούς θα συμπαθήσει και θα ταυτιστεί μαζί τους. Παρά το κυνικό τέλος του βιβλίου και τον θρίαμβο της λογικής του χρήματος και των υπολογισμένων συναισθημάτων που ενσαρκώνουν ο Τζάσπερ και η Έμι ("ποτέ δεν συνάντησα γυναίκα τόσο κατάλληλη να με βοηθήσει στην καριέρα μου" λέει ο Τζάσπερ), η καρδιά του αναγνώστη βρίσκεται μαζί μ' αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους των γραμμάτων που προσπάθησαν να δικαιώσουν έναν ιδεαλισμό που από τα πράγματα και την εποχή ήταν καταδικασμένος: "η τέχνη της ζωής είναι η τέχνη του συμβιβασμού", λέει ο Ρίρντον, αλλά αυτή η διαπίστωση δεν αφορούσε τους ίδιους ως μη πρακτικά πνεύματα που ήσαν. Ο Ρίρντον πεθαίνοντας αναφωνεί πως "δεν θα πάω μαζί σας στην Ελλάδα", θεωρώντας το ταξίδι στην Ελλάδα σαν ένα προσκύνημα στην καρδιά, στον τόπο του καθαρού καλλιτεχνικού θεάματος. Αυτό δεν θα γίνει βέβαια από τον Ρίρντον, αλλά από τον Γκίσσιγκ με το New Grub Street, και την αναγνωστική χαρά που πρόσφερε ως γνήσιος καλλιτέχνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: