Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

George Gissing: Οι Κονδυλοφόροι (New Grub Street)

Σε κάθε λίστα με τα καλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί στην αγγλική γλώσσα, το New Grub Street του George Gissing συμπεριλαμβάνεται σ' αυτές, δείγμα της αξίας του και της διαχρονικότητάς του. Δυστυχώς δεν είχα τη δυνατότητα να το απολαύσω στο πρωτότυπο, αλλά η μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη ήταν εξαιρετική και γλαφυρή, οπότε όσα χάθηκαν στην απόλαυση του πρωτοτύπου κερδήθηκαν από την ανάγνωση της μετάφρασης. Όπως αναφέρει μάλιστα στο εισαγωγικό του σημείωμα, η ελληνική απόδοση του τίτλου οφείλεται στον Κώστα Σιμόπουλο, επιτυχημένη, και μέσα στο πνεύμα του βιβλίου καθώς ο αγγλικός τίτλος αν έμενε ως είχε δεν θα έλεγε και πολλά πράγματα στο κοινό, καθώς η οδός Grub ήταν ο δρόμος στο Λονδίνο που κατοικούσαν, τον 18ο αιώνα, εξαθλιωμένοι γραφιάδες που έβγαζαν τα προς το ζην εξαιρετικά δύσκολα. 
Το μυθιστόρημα διαβάζεται άνετα και στις μέρες μας γιατί το θέμα του είναι εξαιρετικά επίκαιρο, ο τρόπος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και ο ρόλος του χρήματος σ' αυτήν. Δύο ανθρώπους του πνεύματος μας απεικονίζει σε όλες τις αντιθέσεις και την κοσμοθεωρία τους ο Γκίσσιγκ, τον Τζάσπερ Μίλβεν και τον Έντουιν Ρίρντον, και κοντά σ' αυτούς μια γυναίκα που επηρεάζει και διαμορφώνει την μοίρα τους, την Έμι Γιουλ. Ο Τζάσπερ είναι ο άνθρωπος που βάζει το χρήμα πάνω από την τέχνη, είναι ο άνθρωπος της εποχής μας, αυτός που θεωρεί την λογοτεχνία ως επάγγελμα και μάλιστα επικερδές.
George Gissing
Για να πετύχει επαγγελματικά σ' αυτόν τον χώρο, δεν χρειάζεται κανενός είδους ιδεαλισμός αλλά μονάχα η παραδοχή πως το χρήμα είναι το βασικό κίνητρο και ο σκοπός που κάποιος γράφει, και ειδικά στο ευρύ κοινό που αρέσκεται να τρέφεται από σκουπίδια. Θα έλεγε κανείς πως η σύγχρονη γυναικεία αισθηματική ροζ λογοτεχνία τύπου Μαντά και Δημουλίδου έχει ως πρότυπο τις απόψεις του Τζάσπερ Μίλβεν. Οι απόψεις του ταιριάζουν μ' αυτό το είδος της γραφής: "Να προσφέρουμε στη μάζα το φαγητό που της αρέσει..... Για να ευχαριστήσεις τους άξεστους πρέπει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ενσαρκώνεις το πνεύμα της κακογουστιάς". Ο Τζάσπερ είναι λοιπόν ο άνθρωπος της εποχής, της φρικτής παραλογοτεχνίας που πλουτίζει τους εμπνευστές της (ένα άλλο διεθνές παράδειγμα ο Νταν Μπράουν, ή ακόμα και η δημιουργός του Χάρυ Πόττερ) προσφέροντάς τους σκουπίδια. Η αντίθεση στον Τζάσπερ είναι ο Ρίρντον και το alter ego του, ο Χάρολντ Μπίφεν, δύο ταπεινοί γραφιάδες που ενώ θέλουν να δημιουργήσουν σπουδαίο έργο, δεν αντέχουν την πίεση της εμπορικής επιτυχίας και της παραγωγής συγκεκριμένης ποσότητας σελίδων, αφού αυτό επιδιώκει η εμπορική διάσταση της λογοτεχνίας. Μάλιστα η Έμι, η σύζυγος του Ρίρντον που θα τον οδηγήσει έμμεσα στο χαμό του είναι κατηγορηματική και κυνική συγχρόνως: "Είσαι υποχρεωμένος να γράψεις για την αγορά", του λέει, και πόσο δραματικές είναι εκείνες οι σελίδες του βιβλίου όπου ο Ρίρντον μη αντέχοντας την πίεση της αναγγέλλει πως θα αφήσει τον χώρο αυτό για να γίνει απλός υπάλληλος, μεροκαματιάρης, πόσο ψυχρά τον αντιμετωπίζει τότε η Έμι. O Γκίσσιγκ προβαίνει μέσω των χαρακτήρων του σε κοινωνιολογικές παρατηρήσεις που δεν έχουν χάσει την αξία τους: "η κατάρα της φτώχειας είναι για τον σύγχρονο άνθρωπο ο,τι ήταν για τον αρχαίο η δουλεία", θυμίζοντας σ' αυτό το σημείο τις φιλοσοφικές αναφορές περί χρήματος που έκαμε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844. Ο Ρίρντον και ο Μπίφεν θα οδηγηθούν σ' έναν λυρικό χαμό, αλλά ο αναγνώστης αυτούς θα συμπαθήσει και θα ταυτιστεί μαζί τους. Παρά το κυνικό τέλος του βιβλίου και τον θρίαμβο της λογικής του χρήματος και των υπολογισμένων συναισθημάτων που ενσαρκώνουν ο Τζάσπερ και η Έμι ("ποτέ δεν συνάντησα γυναίκα τόσο κατάλληλη να με βοηθήσει στην καριέρα μου" λέει ο Τζάσπερ), η καρδιά του αναγνώστη βρίσκεται μαζί μ' αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους των γραμμάτων που προσπάθησαν να δικαιώσουν έναν ιδεαλισμό που από τα πράγματα και την εποχή ήταν καταδικασμένος: "η τέχνη της ζωής είναι η τέχνη του συμβιβασμού", λέει ο Ρίρντον, αλλά αυτή η διαπίστωση δεν αφορούσε τους ίδιους ως μη πρακτικά πνεύματα που ήσαν. Ο Ρίρντον πεθαίνοντας αναφωνεί πως "δεν θα πάω μαζί σας στην Ελλάδα", θεωρώντας το ταξίδι στην Ελλάδα σαν ένα προσκύνημα στην καρδιά, στον τόπο του καθαρού καλλιτεχνικού θεάματος. Αυτό δεν θα γίνει βέβαια από τον Ρίρντον, αλλά από τον Γκίσσιγκ με το New Grub Street, και την αναγνωστική χαρά που πρόσφερε ως γνήσιος καλλιτέχνης.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Αυτόχειρες



Διαβάζοντας τους "Κονδυλοφόρους" (New Grub Street) του Τζωρτζ Γκίσσιγκ έπεσα πάνω σε μια ενδιαφέρουσα φράση την οποία αμέσως, στο νου μου, ταύτισα με την αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά. Οι γενικεύσεις δεν είναι σωστές, αλλά η περίπτωση του μου ήρθε πρώτη στη μνήμη. Έγραφε ο Γκίσσιγκ: "Ο διανοούμενος που αυτοκτονεί οδηγείται συχνά στην απόφαση από τη βεβαιότητα του ότι είναι ασήμαντος. Ο οίκτος για τον εαυτό του έρχεται να γίνει ένα με μια αυτοπεριφρόνηση, και η ταπεινωμένη ψυχή του δεν ανέχεται άλλο την ύπαρξη".
Την ίδια μέρα που ολοκλήρωνα την ανάγνωση του βιβλίου του Γκίσσιγκ, έπεσα τυχαία πάνω σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Lifo, http://www.lifo.gr/team/almanak#60013 του Michael Lowy, όπου απαντώντας στο ερώτημα για την πράξη της αυτοκτονίας του Πουλαντζά στο Παρίσι λέει: " μεγάλος φίλος του Νίκου, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, που είναι και δικός μου φίλος, ήταν μαζί του όταν προέβη στην πράξη του. Διηγείται πως ο Νίκος άρχισε να πετάει τα βιβλία του από το παράθυρο, λέγοντας πως ό, τι είχε γράψει δεν άξιζε τίποτα, ότι είχε αποτύχει στην θεωρητική του αναζήτηση, και μετά απ' αυτό πήδηξε από το παράθυρο. Υπάρχει επομένως σίγουρα μια αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Αλλά κανείς ποτέ δεν θα μάθει, είναι μία ανεξήγητη τραγωδία...".
Ένα τυχαίο γεγονός, μια αναφορά περί αυτοκτονίας των διανοουμένων στο βιβλίο που διάβαζα συνδέθηκε άμεσα και ανεξήγητα στο νου μου με την τραγική περίπτωση του Νίκου Πουλαντζά και αμέσως , διαβάζοντας την ερμηνεία του Lowy, κατέληξα στο συμπέρασμα πως κανείς δεν πρέπει να παίρνει στα σοβαρά τις ιδέες που γεννά το μυαλό, καμιά θεωρία, καμιά κοσμοθεωρία, αλλά σαν παρατηρητής απλώς να καταγράφει αυτό που συμβαίνει. Και τότε η εξήγηση θα του δοθεί.
 

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2015

Κροπότκιν για αρχάριους.

Η "βουλεύτρια" (και ίσως θαυμάστρια του αναρχισμού;) κα Ραχήλ Μακρή ανήρτησε την εξής αναφορά του πρίγκιπα Πιοτρ Κροπότκιν στο Facebook:
"Και αν η αστική κοινωνία παρακμάζει, αν εισήλθαμε σ’ ένα αδιέξοδο απ’ το οποίο δεν μπορούμε να βγούμε δίχως να επιτεθούμε στους παλιούς θεσμούς με φωτιά και τσεκούρι, αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή δώσαμε τόσο μεγάλη σημασία στον υπολογισμό. Επειδή συνηθίσαμε να δίνουμε μόνο για να πάρουμε. Επειδή βάλαμε ως στόχο μας να μετατρέψουμε την κοινωνία σε εμπορική επιχείρηση βασισμένη στη χρέωση και την πίστωση (από:Το σύστημα της μισθωτής εργασίας)".
Δεν θα μπορούσε πάντως να αναρτηθεί για την περίπτωση της  μια άλλη αναφορά του Πιοτρ Κροπότκιν, από το μεγαλειώδες "Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη" : "Όταν κάποιος έχει ταλέντο, τότε τα πάντα συμβάλλουν στην εξέλιξή του".

Συριζληνικά

"Οι βουλευτές και οι βουλεύτριες που υπογράφουμε το κείμενο αυτό...." (Αρχή κειμένου 17 συριζαίων βουλευτών).
Ίσως στα επόμενα κείμενα να διαβάζουμε κάπως έτσι: Οι υπουργοί και οι υπούργιες, Η Πρωθυπούργια (αν τύχει....), αλλά πως δεν σκέφθηκαν το απλούστατο όταν την προσφωνούν:  Η Προεδράρα της Βουλής;

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

Μαρκ Λίλλα: Ο Θνησιγενής Θεός. Θρησκεία, Πολιτική και η Νεότερη Δύση

Τροφή για σκέψη είναι το βιβλίο του καθηγητή ανθρωπιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Μαρκ Λίλλα. Στην ουσία πρόκειται για μια μελέτη των σχέσεων θρησκείας και πολιτικής, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στους Νεότερους Χρόνους στη Δύση, αλλά κάνοντας αναφορές και στο κλασικό παρελθόν της Δυτικής Ευρώπης, προτού αυτονομηθεί η πολιτική φιλοσοφία από την θεολογία. Ο Λίλλα περιγράφει την διαπλοκή των δύο κυρίαρχων κοσμοθεωριών που διαμόρφωσαν την πολιτική παράδοση της Δύσης και το πως, κυρίως χάρη στον Χομπς, έγινε εφικτός ο Μεγάλος Διαχωρισμός της πολιτικής από την θεολογία, πως έπαψε να είναι κυρίαρχη η πολιτική θεολογία για να αναπτυχθεί πολιτική φιλοσοφία και επιστήμη. Αναγνωρίζει ο Λίλλα στον Αυγουστίνο την πρώτη μεγάλη θεολογικό-πολιτική σύνθεση της δυτικής σκέψης στο έργο του "Η Πολιτεία του Θεού". Ο Αυγουστίνος είναι αυτός που δίδει τον τόνο στην χριστιανική πολιτική θεολογία, αλλά είναι με την στέψη του Καρλομάγνου από τον Πάπα που συμβαίνει αυτό που χαρακτηρίζει ο Λίλλα ως "σύγχυση των συμβόλων" εξουσίας, της πολιτικής και της πνευματικής στη Δύση. Τα χρόνια αυτά (11ος και 12ος αιώνας) είναι άλλωστε κυρίαρχη στη Δύση η "περί περιβολής έριδα" , για το αν ο Πάπας θα κατέχει εκτός από το πνευματικό ξίφος και το πολιτικό, ή αν το δεύτερο δικαιωματικά ανήκει στον μονάρχη και στους αυτοκράτορες. Το πρόβλημα για τον Λίλλα σ' αυτήν την περίοδο εντοπίζεται στις εξουσιαστικές διεκδικήσεις της θεολογικής εκκλησιαστικής σκέψης που διεκδικεί και κερδίζει ρόλο στην διαμόρφωση της πολιτικής. Το σημείο καμπής εντοπίζεται στους θρησκευτικούς πολέμους του 16ου αιώνα όπου οι χριστιανοί καταδίωκαν και φόνευαν τους χριστιανούς λόγω διαφορετικών δογματικών πεποιθήσεων: "αυτό που διέρρηξε την ενότητα της χριστιανικής πολιτικής ήταν η θεολογική αυτοσυνείδηση και ένταση των συγκρούσεων, οι οποίες πυροδότησαν νέες συγκρούσεις που ρίζωναν στις βαθύτερες αμφίσημες όψεις της χριστιανικής αποκάλυψης". Η χριστιανική βία αυτόν των αιώνα τροφοδοτούσε τον φανατισμό και το αντίθετο. Τότε ήταν που συνέβη αυτό που περιγράφει ο Λίλλα ως ο Μεγάλος Διαχωρισμός της πολιτικής φιλοσοφίας από την κοσμολογία και την θεολογία. Τα ονόματα που έρχονται στο προσκήνιο είναι αυτά του Χιούμ, του Λοκ και, κυρίως, του Χομπς, που εισάγει μια νέα ανθρωπολογία, ανατρέποντας την ίσαμε τότε θεώρηση της προτεραιότητας του Θεού έναντι της φύσης του ανθρώπου θεωρώντας πως "ο φόβος, η άγνοια και η επιθυμία αποτελούν τα βασικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς", στερώντας έτσι τον άνθρωπο από το μεταφυσικό του βάθρο. Ο Λίλλα θεωρεί πως οι βασικοί πολιτικοί θεσμοί της Δύσης θεμελιώνονται σ' αυτόν τον πνευματικό διαχωρισμό που επιτέλεσαν τα μεγάλα ονόματα της αγγλικής πολιτικής φιλοσοφίας. Στην ηπειρωτική Ευρώπη όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, κυρίως χάρη στον μετριασμό της ρήξης που ήρθε από την Αγγλία, με προεξάρχοντες τον Ρουσσώ και τον Καντ οι οποίοι είδαν με περισσότερο καλοσύνη την ανθρώπινη φύση, αναδεικνύοντας τον ηθικό και παιδευτικό ρόλο της θρησκείας και την Εκκλησία ως την ηθική πολιτική δύναμη του σύγχρονου κόσμου, και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λίλλα "έναν αιώνα μετά τον Χομπς, ο Καντ βρήκε τρόπο να επαναφέρει την θεολογία στο επίκεντρο του πολιτικού στοχασμού", ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τον Χέγκελ ο οποίος μεταφέρει την ιδέα της χριστιανικής συμφιλίωσης από τα έσχατα στο παρόν. Αλλά πλέον είναι μια πολιτική θεολογία που δεν αμφισβητεί τον νέο κυρίαρχο, το Κράτος, καθώς το κυρίαρχο δόγμα της βόρειας Ευρώπης , ο Προτεσταντισμός, επιταχύνει την σταθεροποίηση των θεσμών του σύγχρονου κράτους εφόσον ο άνθρωπος ως πιστός χριστιανός θεωρείται πως μπορεί να πετύχει αδιαμεσολάβητα την ηθική τελείωση και να γνωρίζει μέσω των θείων γραφών τον Λόγο του θεού που ομιλεί κυρίως στην καρδιά του. Εδώ οι δρόμοι της αγγλο-αμερικανικής παράδοσης και της ηπειρωτικής Ευρώπης (κυρίως της Γερμανίας) διαχωρίζονται, και όσο και αν δεν το ομολογεί ο Λίλλα μπορούμε να μιλάμε για έναν δεύτερο Μεγάλο Διαχωρισμό, ο οποίος βρίσκει πνευματική έκφραση στην ανάπτυξη της φιλελεύθερης θεολογίας, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Σλάϊερμάχερ, (αυτός είναι  ο Θνησιγενής Θεός), μιας "νέας ερμηνείας της σχέσης θρησκείας και πολιτικής που δεν ήταν φιλελεύθερη με την αγγλο-αμερικανική έννοια". Κατά της φιλελεύθερης θεολογίας στη Γερμανία, και του ανθρωπισμού που αυτή εισήγαγε, ήταν ο Καρλ Μπαρτ όπου με το θεμελιώδες έργο του "Η Επιστολή προς Ρωμαίους" κυριάρχησε στην εποχή του μεσοπολέμου στη Γερμανία, θεωρώντας την φιλελεύθερη θεολογία υπεύθυνη για το χάος, την ανορθολογικότητα και την διαφθορά των ηθών στην εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Λίλλα, ο Μπαρτ δεν κατόρθωσε  να διακρίνει την σύνδεση ανάμεσα στην ρητορική του θεολογικού μεσσανισμού και της αποκαλυπτικής ρητορείας  στην πολιτική σφαίρα που είχε ήδη αγκαλιάσει την γερμανική κοινωνία. Η οξύτατη παρατήρηση του Λίλλα πως η εσχατολογική γλώσσα γεννά και τρέφει την εσχατολογική πολιτική, με αναφορά στην πνευματική εξέλιξη της Γερμανίας και συνακόλουθα την έλευση του Γ΄ Ράϊχ, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε κάθε παρόμοια προσπάθεια να διαμορφωθεί η πολιτική εξέλιξη υπό το πρίσμα μυθοπλασιών, εθνικών ή θρησκευτικών. Την ίδια τάση πολιτικού μεσσιανισμού που υποκρύπτει θεολογικές αναφορές διακρίνει ο Λίλλα και στο έργο του Ερνστ Μπλοχ που είναι προσανατολισμένο προς την θεοποίηση του μπολσεβικισμού.
Mark Lilla
Είναι ξεκάθαρη η προτίμηση του Λίλλα στην αγγλο-αμερικανική παράδοση του Μεγάλου Διαχωρισμού που βρήκε τη νεότερη έκφραση της στα κείμενα των ιδρυτών πατέρων της αμερικανικής δημοκρατίας και που αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρεί την πολιτική θεολογία ως την αρχέγονη μορφή της πολιτικής σκέψης η οποία παραμένει μια ζώσα εναλλακτική ακόμα και σήμερα, ακόμα και στις ΗΠΑ όπου η μεσσιανική ρητορική, κυρίως σε κύκλους της θρησκευτικής Δεξιάς μπορεί να είναι και η δεσπόζουσα πολιτική έκφραση. Ωστόσο η ιδιαιτερότητα των ΗΠΑ εξακολουθεί: "οι Αμερικανοί αποδέχονται την αρχή, που προέρχεται από την επίθεση του Χομπς στην πολιτική θεολογία, πως είναι η συναίνεση του "Εμείς, ο Λαός" που μονάχα αυτή καθιστά νομιμοποιημένο το Σύνταγμα". Δεν φοβάται τους αυτόκλητους προφήτες ο Λίλλα, καθώς επιστρέφουν στις εκκλησίες τους μόλις ρίξουν οι ψηφοφόροι την ψήφο τους στις εκλογές. Το γεγονός πάντως πως πολλοί Αμερικανοί δείχνουν να ανησυχούν για την επιστροφή της θρησκείας είναι για τον Λίλλα καλό σημάδι. Ο Μεγάλος Διαχωρισμός θεολογίας και πολιτικής υπήρξε αποτέλεσμα της έλλειψης συναίνεσης στον χριστιανικό κόσμο της Δύσης για τα όρια του θεϊκού νόμου, και αυτό σήμαινε την έναρξη μιας πνευματικής διαδικασία αναζήτησης εναλλακτικών σε κάθε μορφής πολιτικής θεολογίας. Το αποτέλεσμα δείχνει πως αυτός ο δρόμος που ακολούθησαν οι λαοί της Δύσης ήταν πετυχημένος ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά. Η πρόκληση που δέχεται σήμερα από το προ-νεωτερικό Ισλάμ και η απάντηση που θα δώσει η Δύση στην απειλή του φασιστικού ισλαμοφονταμενταλισμού θα καθορίσει το αν η ευημερία της θα συνεχιστεί. Ο Λίλλα πιστεύει πως δεν είναι δυνατή μια ξαφνική αποδοχή του Μεγάλου Διαχωρισμού από τον ισλαμικό κόσμο, το μόνο που μένει στη Δύση, αναφέρει, είναι να καλωσορίσει κάποιον μετριοπαθή μετασχηματισμό της ισλαμικής πολιτικής θεολογίας, θεωρώντας πάντως πως εναπόκειται σ' αυτές τις παραδόσεις να σκύψουν εντός τους και να βρουν τον τρόπο για μια συνετή πολιτική τάξη. Αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προβλεφθεί για το εγγύς μέλλον. 

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ: Ο θάνατος του Μαθουσάλα

Το πρώτο και μοναδικό Νόμπελ Λογοτεχνίας σε γλώσσα γίντις είναι αυτό που πήρε το 1978 ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, και ίσως να μην υπάρξει δεύτερο. Η σειρά των διηγημάτων στο βιβλίο «Ο θάνατος του Μαθουσάλα» πραγματεύονται αρχέγονα θέματα της ανθρώπινης φύσης, όπως ο έρωτας και τα δαιμόνια του, η ζήλεια, η απιστία, η συκοφαντία, η προδοσία. Τα διηγήματα του Σίνγκερ έχουν μεταφυσικά θεμέλια, σε καθένα απ’ αυτά πέρα από τους βασικούς χαρακτήρες, πρωταγωνιστεί η εβραϊκή μεταφυσική και θεολογία, η Τορά και το Ταλμούδ, ο θρησκευτικός νόμος του Ιουδαϊσμού που χρησιμεύει εδώ ως το κλειδί για την ερμηνεία των πράξεων και των συμπεριφορών. Ο έρωτας και τα πάθη του στα διηγήματα του Σίνγκερ είναι κυρίως καταστροφική δύναμη: στο «Ταφή στη Θάλασσα» το συμπέρασμα είναι πως ο άνδρας δεν μπορεί, τελικά, να γνωρίζει αν αυτός είναι ο πατέρας του τέκνου του, στον «Ερημίτη» ο άνδρας συλλογίζεται για τη φύση της γυναίκας μετά μια πράξη απιστίας που έκανε αυτή μαζί του λέγοντας «αν μια τέτοια σύζυγος, παντρεμένη με λόγιο άνδρα, είναι ικανή να τον προδώσει ελαφρά τη καρδία, τότε ποιος άνδρας μπορεί να είναι σίγουρος για τη γυναίκα του;», και σαν συνέπεια αυτού του συλλογισμού, απογοητευμένος από την ανθρώπινη φύση, περιπλανώμενος και ακούγοντας τέτοιες ιστορίες απιστίας, αποφασίζει να εγκαταλείψει την κοινωνία των ανθρώπων και να ζήσει ως ερημίτης. Στον «Μεταμφιεσμένο», ένα ιδιαίτερα προχωρημένο διήγημα, ο άνδρας εγκαταλείπει τη γυναίκα του για να πάει να ζήσει μεταμφιεσμένος ως γυναίκα κάποιου άλλου άνδρα, και η πρώην γυναίκα του αφού τον ανακαλύψει σε κάποιο μακρινό μέρος, εντούτοις δεν αποκαλύπτει δημόσια το μυστικό αλλά το παίρνει μαζί της στον άλλο κόσμο, τον «κόσμο της αλήθειας» όπως λέει, απογοητευμένη κι αυτή από την εγκόσμια πραγματικότητα.

Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ
Ο κόσμος του Σίνγκερ, έτσι όπως αποτυπώνεται σ’ αυτή τη σειρά των διηγημάτων είναι ένας κόσμος αμφίσημος, ικανός για το καλό (σπανιότερα) και για το πιο συχνό κακό. Δεν είναι όμως δυνατή, εδώ στο παρόν, η απόδοση δικαιοσύνης, οι κοσμικές δυνάμεις που μάχονται την επικράτηση του καλού είναι πανίσχυρες και στην ουσία διαφεντεύουν τον κόσμο. Μ΄αυτήν την έννοια η οπτική του Σίνγκερ διαποτίζεται από απαισιοδοξία και βαθύ σκεπτικισμό. Όπως λέει ο αφηγητής στο διήγημα «Ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος», «για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: εδώ στη γη η αλήθεια και η δικαιοσύνη είναι αιωνίως και τελείως υπεράνω των δυνατοτήτων μας». Τούτη η απαισιοδοξία φθάνει σε απίστευτα ύψη, όταν παραδέχεται ο Σίνγκερ πως η διφυής φύση του ναζί εγκληματία, το πρωί να σφάζει νήπια εβραίων και το βράδυ να γράφει ποιήματα δεν είναι αντιφατική, εντάσσεται αντίθετα στο απρόβλεπτο και τον αμφίσημο χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης- το κακό αυτό δημιούργημα που έπλασε ο Θεός, σύμφωνα με την αφήγηση της «Γενέσεως» , και που επαναλαμβάνει στο ομώνυμο διήγημα του βιβλίου του ο Σίνγκερ, ο οποίος θα χρησιμοποιούσε τον κατακλυσμό για τον καταστρέψει, καθώς όπως λέει με το στόμα του Μαθουσάλα «Ο Θεός πήρε επικίνδυνο ρίσκο πλάθοντας τον άνθρωπο και δίνοντας του κυριαρχία πάνω σ’ όλα τα πλάσματα της γης».
Το Ταλμούδ
Βέβαια, ο Σίνγκερ ως Εβραίος συγγραφέας δεν μπορεί να δει τον κόσμο της χάριτος που ανέτειλε στον κόσμο με την γέννηση του Χριστού, είναι εγκλωβισμένος στην μη χριστοκεντρική ανάγνωση του Νόμου, στην εμμονή στο Νόμο, γι’ αυτό και οι ήρωες του δεν έχουν ελπίδα διαφυγής, «σέρνονται στην επιφάνεια της γης», αιχμάλωτοι όχι μονάχα της φυσικής φθοράς αλλά και του παράλογου που διαφεύγει της ερμηνείας του Νόμου. Δέσμιος πρωταρχικών δυνάμεων που βρίσκονται εκτός ελέγχου του, ο άνθρωπος του Σίνγκερ μονολογεί πως «ολόκληρη η έννοια της ελεύθερης βούλησης, της ελεύθερης επιλογής, και όλων των άλλων εκφράσεων περί ανθρώπινης ελευθερίας είναι σκέτες ανοησίες».  Η παντοδυναμία του κοσμικού κακού, που φανερώνεται από μια μορφή συζυγικής απιστίας έως την εξολόθρευση εκατομμυρίων εβραίων από τους ναζί, είναι μεν υπαρκτή ως πραγματικότητα αλλά ιστορικά έπαψε να αποτελεί τον τελικό λόγο στην ιστορία έπειτα από την ενσάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, όμως η πίστη σ’ αυτό το γεγονός και η αποδοχή των συνεπειών του, διαφεύγουν από τον κλειστό κόσμο μες τον οποίο στήνει ο Σίνγκερ τους πρωταγωνιστές των δραμάτων του- μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται άδικος μαζί τους, αλλά προσφέρει στους αναγνώστες την απόλαυση να σκεφθούν τα όσα περιγράφει διότι, σε όποια παράδοση κι αν ανήκει τελικά ένας συγγραφέας, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τη ρήση στο διήγημα «Το μάτι της πύλης», πως ο «ο συγγραφέας είναι σπουδαιότερος κι από το ραβίνο ή το γιατρό. Γνωρίζει όλα όσα κρύβονται στην ψυχή σου σαν να βρίσκεται μέσα σου».

Geert Mak: Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ο αιώνα.

Λίγο προτού μπει η νέα χιλιετία ο Ολλανδός δημοσιογράφος Χέιρτ Μακ είχε την έμπευση να ταξιδέψει στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου προκειμένου να γνωρίσει σύγχρονες μορφές του βίου στις ευρωπαϊκές πόλεις που επισκεπτόταν, τόπους όμως όχι ιστορικά ουδέτερους αλλά τόπους όπου κατά το πέρασμα του 20ου αιώνα γράφτηκε η ιστορία της Ευρώπης, των πολέμων και των σφαγών της.
Το βιβλίο, ογκώδες, πάνω από 1000 σελίδες που διαβάζεται όμως μονορούφι, χωρίζεται σε 12 κεφάλαια μήνες, κάθε μήνας και κεφάλαιο. Είναι ένα ταξίδι που ξεκινά από το Άμστερνταμ του 1900 και διασχίζει τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Βιέννη αλλά και Ελσίνκι, Βαρσοβία, Άουσβιτς, Στάλινγκραντ, όπου γράφτηκε η ιστορία τον 20ο αιώνα. Είναι μια ταξιδιωτική ιστορία, ο δημοσιογράφος περιδιαβαίνει τις πόλεις, συναντά συγκαιρινούς κατοίκους και οδηγείται στο παρελθόν και στα σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν τον αιώνα. Δεσπόζουν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, οι επαναστάσεις στη Γερμανία, τη Ρωσία , ο εμφύλιος στην Ισπανία, ο ανταρτοπόλεμος στην Ιρλανδία, οι εμφύλιοι της Γιουγκοσλαβίας. Είναι καταγραφή της ιστορίας, αλλά με τρόπο μη συστηματικό, όμως στον αναγνώστη μένουν τα ουσιώδη από κάθε ιστορική περίοδο, δεν χάνεται σε λεπτομέρειες- σημαντικό μέρος του βιβλίου αποτελούν οι μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και βιωματικά καταθέτουν την εμπειρία αυτή. Είναι δηλαδή μια ιστορία από συγκεκριμένη οπτική, αυτή των ανθρώπων που την έζησαν. Και όσο κι αν είναι γνωστή η ιστορία της Ευρώπης του 20ου αιώνα, η αφήγηση του Μακ είναι συναρπαστική γι’ αυτό και αισθάνεσαι την ανάγκη να προχωρήσεις το βιβλίο όλο και περισσότερο για να δεις τι θα γίνει παρακάτω, δεν έχεις την αδημονία βέβαια μήπως αλλάξουν τα γεγονότα, αλλά να διακρίνεις την οπτική και την εμμονή σ’ αυτή τη λεπτομέρεια που θα διαφωτίσει τα γεγονότα λίγο διαφορετικά.
Geert Mak
Πέρα από ιστορία, ο Μακ παίρνει θέση όσον αφορά τα τρέχοντα γεγονότα, αναγνωρίζοντας τον καταλυτικό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτα ΕΚΑΧ, μετά ΕΟΚ), της σύλληψης δηλαδή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού οικονομικού και πολιτικού χώρου όπου οι αντιπαραθέσεις των λαών, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας, αυτών των αδελφών λαών, θα αποτελούσαν παρελθόν. Αναγνωρίζει όμως και τον σημαντικό ρόλο οργανισμών όπως του Συμβουλίου της Ευρώπης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που ιδρύθηκαν στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο Μακ είναι ένθερμος υποστηρικτής αυτών των εξελίξεων, έχοντας καταγράψει προηγουμένως την ιστορική εμπειρία: «η ενοποίηση ήταν η σημαντικότερη διαδικασία εκσυγχρονισμού της Ευρώπης από την αρχή της διακυβέρνησης του Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα». Η σύγκριση που επιχειρεί, των επιτευγμάτων της ευρωπαϊκής ενοποίησης στον τομέα της ποιότητας ζωής σε σχέση με ότι πέτυχε η Αμερική είναι σαφώς υπέρ της Ευρώπης. Όπως λέει «Οι ΗΠΑ έχουν πάψει προ πολλού να αποτελούν τον προορισμό της Ευρώπης». Δεν παραγνωρίζει όμως εκείνες τις δυσλειτουργίες στον μηχανισμό της ευρωπαϊκής ενοποίησης που την διακρίνουν από τον αμερικάνικο πραγματισμό, γιατί σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η έννοια του ευρωπαϊκού λαού δεν υφίσταται ως ενότητα. Στο σημείο αυτό ο Μακ επισημαίνει την εγγενή αδυναμία της Ευρώπης που συνάμα αποτελεί και την πεμπτουσία του σύγχρονου πολιτισμού που ξεκίνησε από δω: «Δεν υπάρχει ευρωπαϊκός λαός. Δεν υπάρχει ένας οικουμενικός κοινός πολιτισμός και μια κοινή παράδοση που να συνδέουν το Γιόρβερτ, το Βασάροσμπετς και την Κεφαλονιά, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις: η βορειοπροτεσταντική παράδοση, η ρωμαιοκαθολική, η ελληνορθόδοξη και η μουσουλμανική οθωμανική». Αυτό που αναζητεί ο Μακ, και αυτό που έλειπε καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα από την Ευρώπη, ήταν μια «κοινή στάση ζωής», και τούτο μπορεί να επιτευχθεί αν παραμεριστεί ο εθνικός εγωισμός προς όφελος της ευρωπαϊκής ιδέας και όσων αυτή πρόσφερε στον μεταπολεμικό κόσμο. Γράφοντας πριν την κρίση χρέους που γνώρισαν αφενός λόγω της δικής τους κακοδιαχείρισης, αφετέρου λόγω των δομικών προβλημάτων στο σχεδιασμό ενός κοινού νομισματικού χώρου, ο Μακ επισημαίνει την αντίφαση ανάμεσα στην ποικιλομορφία της Ένωσης, που αποτελεί τη μεγάλη της δύναμη, και την ατελή εμβάθυνση της ενοποίησης όσον αφορά τον πολιτισμό, την πολιτική και τη δημοκρατία. Αυτό που χρειάζεται, μας λέει, είναι ένα σύστημα που θα υπερβαίνει τα εθνικά συμφέροντα και θα φροντίζει για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η Ελλάδα μετέχοντας σ’ αυτόν τον χώρο είδε την δραματική άνοδο του βιοτικού επιπέδου ζωής από τη δεκαετία του 80 και εξής. Γνωρίζοντας πως δεν μπορούσε να επιβιώσει εκτός από το στάτους μιας χώρας-προτεκτοράτου, η στρατηγική επιλογή ένταξης στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο και, αργότερα, στο κλειστό κλαμπ της Ευρωζώνης, αποτέλεσε την μοναδική ορθή απόφαση σ’ ένα χάος ανορθολογικών επιλογών της πολιτικής τάξης που προφανώς κινήθηκε σ’ αυτή την επιλογή επειδή κυριάρχησαν τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης. Το ίδιο δηλαδή ένστικτο που κυριάρχησε και επέβαλε την άποψη του στη στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα προς τον ρεαλισμό και την εγκατάλειψη κάθε διαφορετικής πορείας. Η πορεία αυτή προς τον ρεαλισμό και τα κεκτημένα της χώρας διαταράχθηκαν εμφανώς από την αλόγιστη πολιτική επιλογή του δημοψηφίσματος, όπου το «όχι» ορθά ερμηνεύτηκε, πριν τις εκλογές, από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως όχι στο ευρώ, άρα και στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Παρά την κατίσχυση της φαντασιώδους επανάστασης και του θυμικού από την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος (που θα το συνέκρινα με την εκλογική άνοδο του Χίτλερ το 1933 στη Γερμανία), εντούτοις η αρχή της αυτοσυντήρησης που επέδειξε η πολιτική τάξη αιφνιδιάζοντας και προκαλώντας θλίψη στους οπαδούς του «όχι», διέσωσε την χώρα από μια πολιτική ήττα που μόνο με αυτή του 1922 μπορούσε να συγκριθεί. 

Ολόκληρη η Ευρώπη δεν μπορεί να χωρέσει σ’ ένα βιβλίο, αναφέρει ο Μακ. Μπορεί ωστόσο να χωρέσει ως ταξίδι αυτοσυνειδησίας και στοχασμού για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων και των λαών της. Μέσα από την ποικιλομορφία, η ενότητα.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Πελαγωμένοι στο Αρχιπέλαγος

Ανάμεσα στους ψηφοφόρους του ''Οχι" στο πρόσφατο δημοψήφισμα συμπεριλαμβάνονταν και υποστηρικτές μιας φαντασιακής αντιδυτικής ιδεολογίας. Μεγάλο μέρος του "Οχι" , έτσι ή αλλιώς, είναι αντιδυτικό, αλλά μια ορισμένη μερίδα αυτών φαντασιώνεται πως υπάρχει μια διαφορετική ελληνική πρόταση η οποία έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη αντίληψη περί οικονομίας, πολιτικής, κοινωνίας που διαμορφώνεται στη Δύση. Στο πλαίσιο αυτό, μπορούν ανερυθρίαστα να ομιλούν περί φιλελευθερισμού (με το πρόθεμα "νέο" μπροστά ή χωρίς) λες και πρόκειται για νέο ολοκληρωτισμό σοβιετικού τύπου. 
Δεν νιώθουν άνετα με τον φιλελευθερισμό γιατί αυτοί κατά βάθος είναι υποστηρικτές του ολοκληρωτισμού, και μάλιστα του πιο σκοταδιστικού που υπάρχει. Τολμούν να επικαλούνται το παράδειγμα του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν, όπως ο συγγραφέας Σπύρος Γιανναράς, ο οποίος έγραψε κατά της σταλινικής θηριωδίας, και να εξομοιώνουν την δική του εμπειρία με την φαντασιώδη τους αντίληψη περί "φιλελεύθερου ολοκληρωτισμού".  
Ο Σολζενίτσιν όμως χρησιμεύει μόνο μέχρις ενός σημείου. Γιατί όταν αναπτύσσει την δική του κοσμοεικόνα, καταντά εκπρόσωπος ενός φανατικού θρησκόληπτου φονταμενταλισμού, δημιουργός ενός εξουσιαστικού ιερατείου που θα κρίνει τους άλλους στο όνομα μιας φαντασιώδους "εθνικής" καθαρότητας και ιδιοτροπίας. Δεν υπάρχει καλύτερος σχολιασμός απ' αυτόν της Σόνιας Ιλίνσκαγιας-Αλεξανδροπούλου για την νοοτροπία Σολζενίτσιν που θαυμάζουν κάποιοι ημεδαποί λογοτέχνες: "παράλογη και αναχρονιστική είναι και η ίδια η εχθρική στάση απέναντι στις διαπολιτισμικές επικοινωνίες, η νοσταλγία για μια στεγανή πνευματική απομόνωση, όπου η εθνική παράδοση αντιμετωπίζεται σαν ένα περιφρουρούμενο σεντούκι και όχι σαν ζωντανός οργανισμός που μπορεί να είναι βιώσιμος μόνο με ανοικτούς τους πόρους του, τις αισθήσεις του, τον προσανατολισμό σε μια προοπτική ανάπτυξης" (Πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=125795).
Σίγουρα ο Σολζενίτσιν θα ήταν κι αυτός ένας ψηφοφόρος του "Οχι" στο δημοψήφισμα του Ιουλίου.